- ανταναλισκω
- ἀνταναλίσκωἀντ-ανᾱλίσκωвзаимно или в свою очередь истреблять Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανταναλίσκω — ἀνταναλίσκω (Α) καταστρέφω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
ἀνταναλώσω — ἀντανᾱ̱λώσω , ἀνταναλίσκω destroy in return aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀντανᾱλώσω , ἀνταναλίσκω destroy in return aor subj act 1st sg ἀντανᾱλώσω , ἀνταναλίσκω destroy in return fut ind act 1st sg ἀντανᾱλώσω , ἀνταναλίσκω destroy in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταναλώσας — ἀντανᾱλώσᾱς , ἀνταναλίσκω destroy in return aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)